ζαμπέτι

ζαμπέτι
το (Μ ζαπέτι και ζαπέτιον)
νεοελλ.
1. κοινή ονομασία τού ζώου μοσχογαλή
2. ρητινώδες εύοσμο υγρό που παράγεται από αυτό το ζώο
μσν.
είδος αρώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. zabad].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”